- μασονισμός
- οτεκτονισμός, ελευθεροτεκτονισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μασόνος + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασονισμός — ο η μασονία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασονία — Βλ. λ. τεκτονισμός. * * * η [μασόνος] 1. η εταιρεία τών μασόνων 2. μασονισμός, τεκτονισμός, ελευθεροτεκτονισμός … Dictionary of Greek
μασονία — η (λ. ιταλ.), μυστική διεθνής οργάνωση με άγνωστους σκοπούς, τα μέλη της οποίας πιστεύουν σε αρχές αδελφοσύνης, αναγνωρίζονται μεταξύ τους συνθηματικά και κατανέμονται σε διάφορες ομάδες που λέγονται «Στοές», ο τεκτονισμός, ο μασονισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεκτονισμός — ο μυστική οργάνωση που αποβλέπει στην τελειοποίηση της ανθρωπότητας με τη διάδοση της αλληλεγγύης, μασονία, μασονισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμασονία — φαρμασονία, η και φραμασονία, η ο ελευθεροτεκτονισμός, η μασονία, ο μασονισμός, ο τεκτονισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)